- οπισθοβουλία
- ηπρόθεση ή ενέργεια που αποκρύπτεται πονηρά για επιδίωξη ορισμένου σκοπού, υστεροβουλία.[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθόβουλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οπισθόβουλος — η, ο 1. αυτός που ενεργεί με οπισθοβουλία, υστερόβουλος 2. (για ενέργειες) αυτός που ενέχει υστεροβουλία. επίρρ... οπισθοβούλως με οπισθοβουλία, υστερόβουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * + βουλος (< βουλή «σκέψη»), πρβλ. υστερό βουλος. Η λ.… … Dictionary of Greek